ἐπιθαλασσίδιος

ἐπιθαλασσίδιος
ἐπιθᾰλασσ-ίδιος, [dialect] Att. [suff] ἐπιθᾰλασς-ττίδιος, ον, = sq., Th.4.76, X.HG3.4.28, Pl.Lg.704b, etc.; ἐπιθαλαττιαῖος is prob. f.l. in Str.2.1.16, 3.4.20.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιθαλασσίδιος — ἐπιθαλασσίδιος και ἐπιθαλαττίδιος, α, ον και ος, ον (Α) ο επιθαλάσσιος …   Dictionary of Greek

  • ἐπιθαλασσίδιος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθαλασσίδιον — ἐπιθαλασσίδιος masc/fem acc sg ἐπιθαλασσίδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθαλαττίδιον — ἐπιθαλασσίδιος masc/fem acc sg (attic) ἐπιθαλασσίδιος neut nom/voc/acc sg (attic) ἐπιθαλαττίδιος masc acc sg ἐπιθαλαττίδιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθαλασσιδίου — ἐπιθαλασσίδιος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθαλασσιδίων — ἐπιθαλασσίδιος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθαλασσίδια — ἐπιθαλασσίδιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθαλασσίδιοι — ἐπιθαλασσίδιος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθαλαττιδίοις — ἐπιθαλασσίδιος masc/fem/neut dat pl (attic) ἐπιθαλαττίδιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθαλαττιδίους — ἐπιθαλασσίδιος masc/fem acc pl (attic) ἐπιθαλαττίδιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιθαλαττίδια — ἐπιθαλασσίδιος neut nom/voc/acc pl (attic) ἐπιθαλαττίδιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”